Παρουσιάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο του Βόλου ~ Αναγκαία η ανάδειξη σημαντικού μυκηναϊκού κτιρίου που βρίσκεται κάτω από το Βυζαντινό τείχος των Παλαιών
Αναξιοποίητο παραμένει ένα πολύ σημαντικό μνημείο μυκηναϊκής εποχής, το οποίο βρίσκεται κάτω από το Κάστρο των Παλαιών και θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες. Το συγκεκριμένο εύρημα, που χαρακτηρίζεται ως «ανάκτορο» από τον αείμνηστο Θεοχάρη, παρουσιάστηκε στο διεθνές αρχαιολογικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Βόλο, με την επισήμανση ότι, δυστυχώς, παραμένει σε εκκρεμότητα η υλοποίηση της εγκεκριμένης, από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, μελέτης για την ανάδειξή του. Το σημαντικό αυτό εύρημα βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με το τείχος των Παλαιών και κατά συνέπεια είναι αναγκαία η ανάδειξή του, η οποία δεν υπερβαίνει, από άποψη κόστους, το ποσό των 200.000 ευρώ.
Ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το εντυπωσιακό διώροφο συγκρότημα κτιρίων Μυκηναϊκής εποχής που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το Βυζαντινό τείχος των Παλαιών, απέναντι από τον πολυχώρο Τσαλαπάτα και το γήπεδο του Μαγνησιακού και σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα, παραπέμπει σε διοικητικό κέντρο, που εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε το 1.400 π.Χ.
Το μυκηναϊκό κτιριακό συγκρότημα αποτελεί τμήμα του ακμαίου μυκηναϊκού διοικητικού κέντρου στην θέση «Κάστρο-Παλαιά», του μόνου μέχρι στιγμής στη Θεσσαλία και ενός από τα ελάχιστα στον ελλαδικό χώρο. Ο λόφος των Παλαιών είναι, σημειωτέον, η μόνη αρχαιολογική θέση στον κόλπο του Βόλου που ήταν αδιάλειπτα κατοικημένη από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Το μνημείο αποτελείται τουλάχιστον από επτά δωμάτια, τα οποία σκιαγραφούν την επιβλητική φυσιογνωμία του συγκεκριμένου κτιρίου, που εκτείνεται σε αρκετά μεγάλη απόσταση και προς την κατεύθυνση του γηπέδου του Μαγνησιακού. Προς τη βόρεια πλευρά έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη τριών οικοδομικών φάσεων της Υστερης Εποχής του Χαλκού, ενώ τα δάπεδα των περισσοτέρων δωματίων αποτελούνται από πήλινο υπόστρωμα που περιέχει αναμεμειγμένα διάφορα αδρανή υλικά και ασβεστοκονίαμα, ενώ υπάρχουν και δάπεδα από πηλό, από βότσαλα και σχιστολιθικές πλάκες.
Σε ορισμένους χώρους του διώροφου κτιριακού συγκροτήματος σώζονται «ξυλόπηκτοι» τοίχοι, στοιχείο πολύ σημαντικό για την ανασύνθεση της τεχνογνωσίας των Μυκηναίων της Ιωλκίτιδος ακτής, σχετικά με τα δομικά υλικά κατασκευής και τις οικοδομικές τεχνικές και μεθόδους.
Τη σημασία των τοιχοδομιών αυτών, που έφεραν τοιχογραφίες με μπλε και κόκκινο χρώμα, είχε υπογραμμίσει ο αείμνηστος Δημήτρης Θεοχάρης και ήταν ένας από τους λόγους που χαρακτήρισε το σημαντικό αυτό διώροφο κτίριο ως «Ανάκτορον». Αξίζει να σημειωθεί ότι το διώροφο κτίριο είχε αντισεισμική θωράκιση, η οποία επέτρεπε ουσιαστικά την ανέγερση και δεύτερου ορόφου.
Μελέτη ανάδειξης
Η αρχαιολογική μελέτη για την ανάδειξή του, η οποία εγκρίθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, εκπονήθηκε από τους αρχαιολόγους Ε. Σκαφιδά, Α. Καρναβά, Δ. Αγνουσιώτη και Ι. Γεωργίου, η Μελέτη συντήρησης και αποκατάστασης από τους συντηρητές της ΙΓ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων Βόλου Χ. Τόπα, Μ. Διονυσίου, Ε. Τζουμουσλή και Μ. Μαργαριτώφ και η Μελέτη ανάδειξης από την αρχιτέκτονα της ΙΓ’ Ε.Π.Κ.Α. Ρ. Γεωργίου και από τον Πολιτικό Μηχανικό Μ. Χατζηγιάννη, ειδικού σε στερεώσεις αρχαίων μνημείων.
Η μελέτη συντάχθηκε για να συμπληρώσει το έργο της ανάδειξης του Βυζαντινού τείχους, καθώς η οχύρωση που χρονολογείται από την παλαιοχριστιανική μέχρι και την μετά-βυζαντινή περίοδο βρίσκεται σε άμεση συνάφεια (υπέρκειται) του μυκηναϊκού κτιριακού συγκροτήματος, το οποίο ο ανασκαφέας είχε ερμηνεύσει ως «ανάκτορο». Η βυζαντινή οχύρωση και το μυκηναϊκό κτιριακό συγκρότημα αποτελούν πλέον ένα ενιαίο μνημείο και η ανάδειξη των δύο συνδέεται άρρηκτα.
Η σημασία του προτεινόμενου έργου είναι πολύ μεγάλη για την πόλη του Βόλου γιατί, αφενός θα συμπληρώσει την εικόνα της διαχρονικής κατοίκησης του λόφου και θα αναδείξει το ιστορικό βάθος της κατοίκησης στην περιοχή, αφετέρου θα αποτελέσει τον πρώτο και μοναδικό επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο εντός της πόλης του Βόλου.
Στο διεθνές συνέδριο παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα της τελευταίας τριετίας (2012-2014) του προγράμματος της γεωλογικής έρευνας τόσο στο λόφο των Παλαιών, όσο και στο διώροφο κτιριακό συγκρότημα που ο ανασκαφέας είχε ερμηνεύσει ως μυκηναϊκό «ανάκτορον». Παράλληλα έγινε εκτενής αναφορά στα δύο θραύσματα πινακίδων Γραμμικής Β’ γραφής που εντοπίσθηκαν, των πρώτων σχετικών τεκμηρίων διοικητικών πρακτικών από περιοχή βόρεια του ανακτορικού κέντρου της Θήβας, το οποίο θεωρούνταν μέχρι τώρα το βορειότερο μυκηναϊκό διοικητικό κέντρο.
Οι πινακίδες αποτελούν ένα εξαιρετικά σημαντικό εύρημα, τόσο γιατί αλλάζει η θέση και ο ρόλος όλης της Θεσσαλίας, που δεν μπορεί να εντάσσεται πλέον στην «περιφέρεια» του μυκηναϊκού κόσμου, όσο και γιατί πιστοποιείται η ύπαρξη αρχείου ή αρχείων, καθώς και η ύπαρξη μίας ενεργής και εγγράμματης διοικητικής αρχής. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο οικισμός στη θέση «Κάστρο-Παλαιά» χαρακτηρίζεται ως μυκηναϊκό διοικητικό κέντρο, αν όχι ανακτορικό.
Με βάση τα παραπάνω κρίνεται αναγκαία η ανάδειξη του παραπάνω αρχαιολογικού ευρήματος, ενώ όπως επεσήμανε η Ευαγγελία Σκαφιδά, Επίτιμη Προϊσταμένη Αρχαιολογικών Χώρων και Αρχαιογνωστικής έρευνας στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας «η μελέτη έχει εγκριθεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο του Υπουργείου Πολιτισμού και μπορεί να ενταχθεί στα υπόλοιπα έργα ΕΣΠΑ, αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση τόσο από την πολιτεία, όσο και από το Δήμο Βόλου, για να αναδειχθεί το μόνο Μνημείο μαζί με το Βυζαντινό τείχος, στην καρδιά της πόλης του Βόλου».
Αναξιοποίητο παραμένει ένα πολύ σημαντικό μνημείο μυκηναϊκής εποχής, το οποίο βρίσκεται κάτω από το Κάστρο των Παλαιών και θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες. Το συγκεκριμένο εύρημα, που χαρακτηρίζεται ως «ανάκτορο» από τον αείμνηστο Θεοχάρη, παρουσιάστηκε στο διεθνές αρχαιολογικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Βόλο, με την επισήμανση ότι, δυστυχώς, παραμένει σε εκκρεμότητα η υλοποίηση της εγκεκριμένης, από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, μελέτης για την ανάδειξή του. Το σημαντικό αυτό εύρημα βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με το τείχος των Παλαιών και κατά συνέπεια είναι αναγκαία η ανάδειξή του, η οποία δεν υπερβαίνει, από άποψη κόστους, το ποσό των 200.000 ευρώ.
Ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το εντυπωσιακό διώροφο συγκρότημα κτιρίων Μυκηναϊκής εποχής που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το Βυζαντινό τείχος των Παλαιών, απέναντι από τον πολυχώρο Τσαλαπάτα και το γήπεδο του Μαγνησιακού και σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα, παραπέμπει σε διοικητικό κέντρο, που εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε το 1.400 π.Χ.
Το μυκηναϊκό κτιριακό συγκρότημα αποτελεί τμήμα του ακμαίου μυκηναϊκού διοικητικού κέντρου στην θέση «Κάστρο-Παλαιά», του μόνου μέχρι στιγμής στη Θεσσαλία και ενός από τα ελάχιστα στον ελλαδικό χώρο. Ο λόφος των Παλαιών είναι, σημειωτέον, η μόνη αρχαιολογική θέση στον κόλπο του Βόλου που ήταν αδιάλειπτα κατοικημένη από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Το μνημείο αποτελείται τουλάχιστον από επτά δωμάτια, τα οποία σκιαγραφούν την επιβλητική φυσιογνωμία του συγκεκριμένου κτιρίου, που εκτείνεται σε αρκετά μεγάλη απόσταση και προς την κατεύθυνση του γηπέδου του Μαγνησιακού. Προς τη βόρεια πλευρά έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη τριών οικοδομικών φάσεων της Υστερης Εποχής του Χαλκού, ενώ τα δάπεδα των περισσοτέρων δωματίων αποτελούνται από πήλινο υπόστρωμα που περιέχει αναμεμειγμένα διάφορα αδρανή υλικά και ασβεστοκονίαμα, ενώ υπάρχουν και δάπεδα από πηλό, από βότσαλα και σχιστολιθικές πλάκες.
Σε ορισμένους χώρους του διώροφου κτιριακού συγκροτήματος σώζονται «ξυλόπηκτοι» τοίχοι, στοιχείο πολύ σημαντικό για την ανασύνθεση της τεχνογνωσίας των Μυκηναίων της Ιωλκίτιδος ακτής, σχετικά με τα δομικά υλικά κατασκευής και τις οικοδομικές τεχνικές και μεθόδους.
Τη σημασία των τοιχοδομιών αυτών, που έφεραν τοιχογραφίες με μπλε και κόκκινο χρώμα, είχε υπογραμμίσει ο αείμνηστος Δημήτρης Θεοχάρης και ήταν ένας από τους λόγους που χαρακτήρισε το σημαντικό αυτό διώροφο κτίριο ως «Ανάκτορον». Αξίζει να σημειωθεί ότι το διώροφο κτίριο είχε αντισεισμική θωράκιση, η οποία επέτρεπε ουσιαστικά την ανέγερση και δεύτερου ορόφου.
Μελέτη ανάδειξης
Η αρχαιολογική μελέτη για την ανάδειξή του, η οποία εγκρίθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, εκπονήθηκε από τους αρχαιολόγους Ε. Σκαφιδά, Α. Καρναβά, Δ. Αγνουσιώτη και Ι. Γεωργίου, η Μελέτη συντήρησης και αποκατάστασης από τους συντηρητές της ΙΓ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων Βόλου Χ. Τόπα, Μ. Διονυσίου, Ε. Τζουμουσλή και Μ. Μαργαριτώφ και η Μελέτη ανάδειξης από την αρχιτέκτονα της ΙΓ’ Ε.Π.Κ.Α. Ρ. Γεωργίου και από τον Πολιτικό Μηχανικό Μ. Χατζηγιάννη, ειδικού σε στερεώσεις αρχαίων μνημείων.
Η μελέτη συντάχθηκε για να συμπληρώσει το έργο της ανάδειξης του Βυζαντινού τείχους, καθώς η οχύρωση που χρονολογείται από την παλαιοχριστιανική μέχρι και την μετά-βυζαντινή περίοδο βρίσκεται σε άμεση συνάφεια (υπέρκειται) του μυκηναϊκού κτιριακού συγκροτήματος, το οποίο ο ανασκαφέας είχε ερμηνεύσει ως «ανάκτορο». Η βυζαντινή οχύρωση και το μυκηναϊκό κτιριακό συγκρότημα αποτελούν πλέον ένα ενιαίο μνημείο και η ανάδειξη των δύο συνδέεται άρρηκτα.
Η σημασία του προτεινόμενου έργου είναι πολύ μεγάλη για την πόλη του Βόλου γιατί, αφενός θα συμπληρώσει την εικόνα της διαχρονικής κατοίκησης του λόφου και θα αναδείξει το ιστορικό βάθος της κατοίκησης στην περιοχή, αφετέρου θα αποτελέσει τον πρώτο και μοναδικό επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο εντός της πόλης του Βόλου.
Διεπιστημονική μελέτη
Ο οικισμός στα Παλαιά ταυτίζεται από τους περισσότερους μελετητές με την αρχαία Ιωλκό, σημαντικό κέντρο της εποχής του Χαλκού (από το 2.500 π.Χ.) και πόλη της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου στο μυχό του Παγασητικού. Στα νομίσματα που έκοψε η πόλις της Ιωλκού κατά τον 4ο αι. π.Χ εικονίζεται πλοίο, σημαντικό σύμβολο της χιλιετούς ναυτικής της δύναμης.Στο διεθνές συνέδριο παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα της τελευταίας τριετίας (2012-2014) του προγράμματος της γεωλογικής έρευνας τόσο στο λόφο των Παλαιών, όσο και στο διώροφο κτιριακό συγκρότημα που ο ανασκαφέας είχε ερμηνεύσει ως μυκηναϊκό «ανάκτορον». Παράλληλα έγινε εκτενής αναφορά στα δύο θραύσματα πινακίδων Γραμμικής Β’ γραφής που εντοπίσθηκαν, των πρώτων σχετικών τεκμηρίων διοικητικών πρακτικών από περιοχή βόρεια του ανακτορικού κέντρου της Θήβας, το οποίο θεωρούνταν μέχρι τώρα το βορειότερο μυκηναϊκό διοικητικό κέντρο.
Οι πινακίδες αποτελούν ένα εξαιρετικά σημαντικό εύρημα, τόσο γιατί αλλάζει η θέση και ο ρόλος όλης της Θεσσαλίας, που δεν μπορεί να εντάσσεται πλέον στην «περιφέρεια» του μυκηναϊκού κόσμου, όσο και γιατί πιστοποιείται η ύπαρξη αρχείου ή αρχείων, καθώς και η ύπαρξη μίας ενεργής και εγγράμματης διοικητικής αρχής. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο οικισμός στη θέση «Κάστρο-Παλαιά» χαρακτηρίζεται ως μυκηναϊκό διοικητικό κέντρο, αν όχι ανακτορικό.
Με βάση τα παραπάνω κρίνεται αναγκαία η ανάδειξη του παραπάνω αρχαιολογικού ευρήματος, ενώ όπως επεσήμανε η Ευαγγελία Σκαφιδά, Επίτιμη Προϊσταμένη Αρχαιολογικών Χώρων και Αρχαιογνωστικής έρευνας στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας «η μελέτη έχει εγκριθεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο του Υπουργείου Πολιτισμού και μπορεί να ενταχθεί στα υπόλοιπα έργα ΕΣΠΑ, αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση τόσο από την πολιτεία, όσο και από το Δήμο Βόλου, για να αναδειχθεί το μόνο Μνημείο μαζί με το Βυζαντινό τείχος, στην καρδιά της πόλης του Βόλου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου