Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Αρχίζουν ξανά έρευνες στην Τροία


Μια ομάδα αρχαιολόγων και επιστημόνων διάφορων ειδικοτήτων (ιδίως από το πεδίο της βιολογίας και βιοτεχνολογίας) θα εξετάσει και πάλι τα ερείπια της αρχαίας Τροίας, ελπίζοντας να φέρει στο φως νέα στοιχεία. Η διεθνής διεπιστημονική αποστολή, μ’ επικεφαλής τον καθηγητή αρχαιολογίας Ουίλιαμ Έιλγουορντ του πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν - Μάντισον, θ’ αρχίσει τις ανασκαφές και τις νέες αναλύσεις στις αρχές του 2013, σε συνεργασία με το τουρκικό πανεπιστήμιο Τσανάκαλε Ονσεκίζ Μαρτ, που βρίσκεται κοντά στην Τροία.
«Η Τροία είναι ένας θεμέλιος λίθος του δυτικού πολιτισμού. Μολονότι η τοποθεσία έχει ανασκαφεί στο παρελθόν, υπάρχουν ακόμα πολλά για να ανακαλυφθούν. Το σχέδιο μας είναι να επεκταθούμε σε ανεξερεύνητες περιοχές του χώρου και συστηματικά να αξιοποιήσουμε τις νέες τεχνολογίες, ώστε να εξάγουμε ακόμα περισσότερες πληροφορίες για τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί πριν από χιλιάδες χρόνια», τόνισε ο αμερικανός αρχαιολόγος, ο οποίος έχει μεγάλη ανασκαφική πείρα και θεωρείται ειδικός στην Τροία, όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
«Στόχος μας είναι να προσθέσουμε ένα νέο στρώμα πληροφοριών σ’ αυτά που ήδη ξέρουμε για την Τροία», δήλωσε ο Ουίλιαμ Έιλγουορντ, ο οποίος ηγείται μιας αποστολής που φιλοδοξεί να κάνει τις πιο εκτεταμένες ανασκαφές και τις πιο εξονυχιστικές αναλύσεις (μ’ έμφαση στην ανάλυση βιολογικού υλικού) που έχουν γίνει μέχρι σήμερα στην περιοχή, η οποία έχει γίνει παγκοσμίως διάσημη από την Ιλιάδα του Ομήρου, αποτελώντας έκτοτε διαχρονική και ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. «Η Τροία αξίζει ένα αρχαιολογικό πρόγραμμα παγκόσμιας κλάσης», όπως είπε ο αμερικανός αρχαιολόγος.
Σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, η περιοχή κατοικείτο σχεδόν συνεχώς επί 4.500 χρόνια, από την αρχή της Εποχής του Ορείχαλκου έως τον 13ο αιώνα μ.Χ., όταν εγκαταλείφθηκε. Ήρθε ξανά στο προσκήνιο στη δεκαετία του 1870 με τις ανακαλύψεις του γερμανού Ερίκου Σλίμαν. Η αρχαιολογική τοποθεσία είναι σήμερα περίπλοκη με δέκα διαφορετικούς οικισμούς διαφορετικών εποχών τον ένα πάνω στον άλλο, μερικοί από τους οποίους φέρουν τα σημάδια της βίαιης καταστροφής τους.
Παρ’ όλο που εδώ και σχεδόν 140 χρόνια έχουν γίνει αλλεπάλληλες ανασκαφές στην Τροία (μ’ ένα μεγάλο κενό μεταξύ 1938 - 1988), εκτιμάται ότι έως σήμερα έχει εξερευνηθεί επιστημονικά λιγότερο από το ένα πέμπτο της αρχαιολογικής τοποθεσίας. Στο απόγειό της, η ανυψωμένη οχυρωμένη θέση της Τροίας, με τείχη πάχους 3,5 μέτρων και ύψους 9 μέτρων, είχε έκταση περίπου 24 στρέμματα (24.000 τετραγωνικά μέτρα). Μια περιτοιχισμένη πόλη από κάτω, που κάλυπτε έκταση περίπου 200 στρεμμάτων, είναι μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητη. Μεταξύ άλλων, δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί το βασιλικό νεκροταφείο της αρχαίας Τροίας, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Έιλγουορντ, «υπάρχουν ακόμα μεγάλα κενά στις γνώσεις μας για την ταυτότητα των προϊστορικών Τρώων, τις τοποθεσίες των βασικών νεκροταφείων τους και τη φύση της γραφής τους. Το χρόνιο ερώτημα της ιστορικότητας του Τρωικού Πολέμου επίσης αξίζει περαιτέρω διερεύνηση», πρόσθεσε.
Η σχεδιαζόμενη αποστολή θα βασιστεί σε νέες επιστημονικές τεχνικές, που, μεταξύ άλλων, θα βοηθήσουν στην ανάλυση των χημικών υπολειμμάτων που έχουν βρεθεί μέσα σε κεραμικά αγγεία από αρχαίες κουζίνες και αίθουσες συμποσίων. Βασικό στόχο αποτελεί η γενετική ανάλυση δειγμάτων DNA και πρωτεϊνών από ανθρώπους και ζώα. Οι έρευνες αυτές ανήκουν στο νέο πεδίο της «μοριακής αρχαιολογίας» και θα γίνουν σε συνεργασία με το Κέντρο Βιοτεχνολογίας του πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν - Μάντισον.

Νεολιθικά ίχνη στον Διρό


Ευρήματα κεραμικής και εργαλείων από ανασκαφές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατοικήθηκε εντατικά εκείνη την εποχή.
Ειδικά στην περιοχή Ξαγκουνάκι βρέθηκε πυκνή συγκέντρωση λίθινων εργαλείων, οστράκων και ανθρώπινων οστών της Υστερης Νεολιθικής
Μια παιδική ταφή σε αγγείο, άλλη ταφή τριών ενηλίκων της Τελικής Νεολιθικής Εποχής και μεγάλη ποσότητα κεραμικής και εργαλείων έφεραν στο φως δοκιμαστικές τομές στο Σπήλαιο Διρού. Τα ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η θέση κατοικήθηκε εντατικά κατά την Τελική Νεολιθική, σε συνδυασμό με το σπήλαιο Αλεπότρυπα.
Αξιοσημείωτη είναι η σχεδόν πλήρης απουσία ευρημάτων μετά τη Νεολιθική Περίοδο, που υποδηλώνει ότι τόσο το σπήλαιο όσο και ο περιβάλλων χώρος δεν χρησιμοποιήθηκαν έκτοτε για συστηματική κατοίκηση.
Φέτος πραγματοποιήθηκε η τρίτη ερευνητική περίοδος του προγράμματος «Ανασκαφικό και μελετητικό έργο Διρού». H έρευνα διεξάγεται από ομάδα Ελλήνων και ξένων επιστημόνων διά της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας Νοτίου Ελλάδος, υπό τη διεύθυνση του Γ. Παπαθανασόπουλου και με την εποπτεία της Ε΄ ΕΠΚΑ.
Το Σπήλαιο Αλεπότρυπα που ερευνάται από το 1970 κατοικήθηκε κατά τη Νεολιθική Περίοδο (6000-3000 π.Χ.) και έχει αποδώσει χιλιάδες ευρημάτων κεραμικής, λίθινων και οστέινων εργαλείων, κοσμημάτων καθώς και ανθρώπινων και ζωικών οστών.
Στόχοι του προγράμματος είναι η αναπαράσταση του παλαιοπεριβάλλοντος της δυτικής Μάνης μετά το τέλος του Πλειστόκαινου και η αλληλεπίδρασή της με την παρουσία του ανθρώπου. Επίσης, η πραγματοποίηση συστηματικής επιφανειακής έρευνας στον περίγυρο του κόλπου του Διρού.
Οι έρευνες το 2012 ξεκίνησαν με γεωφυσικές διασκοπήσεις από το Εργαστήριο Γεωφυσικής- Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης και Αρχαιοπεριβάλλοντος του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας, στην περιοχή Ξαγκουνάκι (Νεολιθική ακρόπολη του Διρού) βόρεια της εισόδου του σπηλαίου Αλεπότρυπα.
Συγκεκριμένα, διενεργήθηκαν μαγνητικές και ηλεκτρομαγνητικές έρευνες με χρήση γεωραντάρ και ηλεκτρικής τομογραφίας για τη μέτρηση της ηλεκτρικής αντίστασης μέχρι βάθος 3-4μ.
Επίσης πραγματοποιήθηκε φωτογράφηση της μεγάλης αίθουσας του σπηλαίου Αλεπότρυπα με στόχο την τρισδιάστατη φωτογραμμετρική αποτύπωσή της.
Από την επιφανειακή έρευνα των προηγούμενων ετών εντοπίστηκαν περιοχές μεγαλύτερης συγκέντρωσης κεραμικών και λίθινων ευρημάτων προϊστορικών ή ιστορικών περιόδων.
Ειδικά στην περιοχή Ξαγκουνάκι βρέθηκε πυκνή συγκέντρωση λίθινων εργαλείων, οστράκων και ανθρώπινων οστών της Υστερης Νεολιθικής από τα οποία ελήφθησαν δείγματα για ραδιοχρονολόγηση, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και προσδιόρισε την ηλικία των ευρημάτων στο 4200 π.Χ.